λοχεύω

λοχεύω
λοχεύω (Α) [λόχος]
1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.)
2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο
3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος
4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ'; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.)
5. (ενεργ. και μέσ.) μτφ. παράγω, δίδω («ἄρτι λοχευομένην σε μελισσοτόκων... ἔαρ ὕμνων», Ανθ. Παλ.)
6. μέσ. λοχεύομαι
α) (για τόπο) είμαι πατρίδα κάποιου («Ἴστρος τοιαύτας παρθένους λοχεύεται», Αισχύλ.)
β) μένω στο κρεβάτι, όπως η λεχώνα («ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἀναπεσὼν ὡς νοσῶν λοχεύεται τακτὰς ἡμέρας», Διόδ.)
γ) είμαι ξαπλωμένος, πλαγιασμένος
7. παθ. α) (για τέκνο) γεννιέμαι («Προμηθεῑ Τιτᾱνι λοχευθεῑσαν κατ' ἀκροτάτας κορυφὰς Διός», Ευρ.)
β) αισθάνομαι ωδίνες τοκετού
γ) φθάνω στην ώρα τού τοκετού, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ («ἐμὸν δόμον ἔνθ' ἐλοχεύθη», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λοχεύω — bring forth pres subj act 1st sg λοχεύω bring forth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύσω — λοχεύω bring forth aor subj act 1st sg λοχεύω bring forth fut ind act 1st sg λοχεύω bring forth aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελοχεῦσθαι — λοχεύω bring forth perf inf mp λοχεύω bring forth perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχευομένων — λοχεύω bring forth pres part mp fem gen pl λοχεύω bring forth pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχευσάμενον — λοχεύω bring forth aor part mid masc acc sg λοχεύω bring forth aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχευόμενον — λοχεύω bring forth pres part mp masc acc sg λοχεύω bring forth pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύει — λοχεύω bring forth pres ind mp 2nd sg λοχεύω bring forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύοντα — λοχεύω bring forth pres part act neut nom/voc/acc pl λοχεύω bring forth pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύουσι — λοχεύω bring forth pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λοχεύω bring forth pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύσεις — λοχεύω bring forth aor subj act 2nd sg (epic) λοχεύω bring forth fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”